- χειρόδεσμος
- ο, ΝΜΑνεοελλ.είδος ναυτικού κόμπουμσν.-αρχ.χειροπέδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + δεσμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροδέσμη — ἡ, Μ χειρόδεσμος, χειροπέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρόδεσμος, κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
χειροδέσμιον — τὸ, Μ [χειρόδεσμος] η χειροπέδη … Dictionary of Greek
χειροδεσμώ — έω, Μ [χειρόδεσμος] δένω τα χέρια κάποιου … Dictionary of Greek